- ωριόπλουμος
- η , ο1) красиво украшенный, убранный, обставленный; 2) прекрасный, красивый (о человеке)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ωριόπλουμος — η, ο, Ν (διαλ. τ.) βλ. ωραιόπλουμος … Dictionary of Greek
ωριόπλουμος — η, ο βλ. ωραιόπλουμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ωραιόπλουμος — και ωριόπλουμος, η, ο, Ν (ποιητ. λ.) 1. πολύ όμορφα στολισμένος 2. μτφ. όμορφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ωραίος + πλουμίζω] … Dictionary of Greek